Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Η ευτυχία της αγάπης και της φιλίας








Tαξίδευα στο διαδύκτιο ένα βράδυ και σκόνταψε το βλέμμα μου σε δυο παραμυθάκια που τύλιξαν την καρδιά μου με ελπίδα και ζεστασιά...παραμύθια.. είναι ικανά να ευφραίνουν, να συγκινούν και να ενθαρρύνουν είτε παιδιά είτε ενήλικες...

Πετρόσουπα, ένα παραμύθι από την Ανατολή

ΤΖΟΝ ΤΖ. ΜΟΥΘ

Ηταν μια φορά ο Χοκ, ο Λοκ και ο Σο. Μοναχοί Ζεν. Βάδιζαν και συνομιλούσαν, ανηφόριζαν τα μονοπάτια του πανύψηλου βουνού κι έλεγαν για τον ήλιο και για τις ωραίες πράξεις και για τόσα άλλα, ώσπου κάποτε άρχισαν να απορούν τι τάχα να είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Αραγε τι; Και είπε ο πιο σοφός να το ερευνήσουν. Και περπατούσαν και στοχάζονταν. Εως ότου έφθασαν σ' ένα χωριό. Τόπο αφιλόξενο, με κατοίκους απομονωμένους κι επιφυλακτικούς. Μα αυτή η επιφύλαξη οφειλόταν στα βάσανα που τους είχαν βρει από τις επιδρομές φύσης και ανθρώπων. Καχύποπτοι, σαν είδαν τους τρεις μοναχούς, όχι μόνο δε τους καλωσόρισαν, αλλά μπήκαν στα σπίτια τους και κλειδαμπαρώθηκαν. Κι έσβησαν τα φώτα και κώφευαν όταν έκρουαν το ρόπτρο τους οι ταξιδευτές. Οι οποίοι «οι άνθρωποι εδώ δεν γνωρίζουν τι σημαίνει ευτυχία!» είπαν. Και ο γερο-Σο, ο σοφότερος από τους τρεις, με μάτια που έλαμπαν από γνώση και καλοσύνη: «Ναι, αλλά εμείς σήμερα θα τους δείξουμε πώς μπορούν να φτιάξουν μια πετρόσουπα». Και αμ' έπος αμ' έργον. Αναψαν φωτιά κι έβαλαν στη χύτρα νεράκι της πηγής με τις απαραίτητες πέτρες για τη σούπα και η πετρόσουπα άρχισε να βράζει και έως ότου αυτή ετοιμαστεί οι χωρικοί είχαν ανοίξει πορτοπαράθυρα, είχαν βγει περίεργοι να μάθουν πώς γίνεται μια σούπα από πέτρες, να γυρέψουν τη συνταγή ίσως, στην αρχή παραξενεμένοι, μα έπειτα συμμέτοχοι. Διότι όταν ένας μοναχός είπε πως θα γινόταν πιο εύγεστη η σούπα αν πρόσθεταν αλατοπίπερο, έτρεξε κι έφερε κάποιος από τους μέχρι τότε εχθρικούς κατοίκους, κι όταν ύστερα από λίγο άλλος μοναχός αναστέναξε για λίγα καρότα, μια γυναίκα έσπευσε. Κι ένας γεωργός κουβάλησε κρεμμύδια κι άλλος μανιτάρια. Λάχανα, μπιζέλια, παντζάρια, σέλινο, καλαμπόκι, ντομάτες και μαϊντανό, πατάτες και φασόλια. Τυρί τριμμένο. Α, σούπα για βασιλιάδες...

Και δεν ήταν πλέον πετρόσουπα. Ηταν η ωραιότερη σούπα που έγινε ποτέ, καθώς την έφτιαξαν όλοι μαζί. Για να τη μοιραστούν όλοι. Ηταν όμορφα με τις μυρωδιές από τη χύτρα και τα φιλικά βλέμματα. Και με το τεράστιο τραπέζι και τα χρωματιστά φαναράκια, τα γλυκά και τις πίτες και τα τραγούδια. Μια υπέροχη συνεστίαση έπειτα από πολλά χρόνια αποξένωσης, μια βραδιά που υποσχόταν πολλά: φιλίες και καλή γειτνίαση, ευθυμία και καλοκαρδίσματα.

Μες στις ευχαριστίες μικρών και μεγάλων αναχώρησαν οι μοναχοί. «Το να είναι κανείς ευτυχισμένος είναι τόσο απλό όσο και το να φτιάξει μια πετρόσουπα», είπαν οι ταξιδιώτες γνωρίζοντας τώρα «τι είναι αυτό που κάνει κάποιον ευτυχισμένο».



Θα σ΄αγαπώ ό,τι κι αν γίνει (της Debi Gliori)

Ο Μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.
Κλείστηκε στο δωμάτιο
κι άρχιζε να στριφογυρίζει
κι όλα τα πράγματα ν΄ αναποδογυρίζει.
Τις ζωγραφιές από τον τοίχο ξεκολλούσε
Κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.

«Θεέ μου!» είπε η Μαμά «τι έχεις πάθει;»

«είμαι ένα ανάποδος
και γκρινιάρης μικρός
και κανείς δε μ΄αγαπάει» είπε ο μικρός.

«Μικρέ μου» είπε η Μαμά « όπως και να ΄σαι,
εγώ πάντα θα σ΄αγαπώ».

« κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες
και θα μ΄ αγαπούσες;» ρώτησε ο Μικρός.

«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»

«Αν όμως γινόμουν πράσινο έντομο,
πάλι θα μ΄αγαπούσες,
πάλι θα με αγκάλιαζες και θα με φιλούσες;»

«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»

«Ό, τι κι αν γίνει;» είπε ο Μικρός και χαμογέλασε.
«Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;»

«Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα
και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα»
είπε η Μαμά.

« Χαλάει ποτέ η αγάπη;»
ρώτησε ο Μικρός.
«Λυγίζει άραγε ποτέ και σπάει;
Κι αν ναι, μπορείς άραγε να
την κολλήσεις,
να τη φτιάξεις και να τη χτίσεις; »

«Α, δεν ξέρω» είπε η Μαμά « το μόνο που ξέρω
είναι ότι θα σ΄ αγαπώ για πάντα».

«Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε,
θα μ΄αγαπάς ακόμη;» είπε ο Μικρός.
«Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;»

Η Μαμά πήρε στην αγκαλιά της
τον Μικρό και κοίταξαν μαζί
από το παράθυρο τον ουρανό.
Το φεγγαράκι έφεγγε ψηλά
και τ΄αστεράκια ήταν φωτεινά.
«Κοίτα, Μικρέ, τ΄αστεράκια
πώς λάμπουνε στον ουρανό.
Ξέρεις πως πολλά απ΄αυτά
έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;»

«Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό;
Η αγάπη είναι σαν τ΄ αστέρια: ποτέ δεν πεθαίνει
και πάντα φωτίζει»


2 σχόλια:

  1. Καλή χρονιά αγαπώσα καρδιά και πάντα να χτυπάς στο ρυθμό της Αγάπης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλώς τον καλό μας φίλο :) Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Καλή χρονιά σου εύχομαι με πολλή αγάπη και με κείνη την αίσθηση πληρότητας που την συνοδεύει...και ότι επιθυμεί η ψυχούλα σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή