Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

O Γέροντας...







Κάτσε εκεί στη γωνιά και μιλιά μη βγάζεις!
Μια ιστορία θα σου πω μήπως και πάψεις να γκρινιάζεις! Μήπως φύγει η ειρωνία που ζωγράφισες στα μούτρα σου...Και νιώσεις άνθρωπος...και ανοίξει η κούτρα σου.
Ρε κάτσε κάτω σου λέω! Κάτσε και βούλωσέ το!
Αφού τελειώσω πάρτο όπου πας και ξέχασέ το.
Πούλησε το, μοίρασε το, αγνόησε το.
Εγώ έζησα εδώ μέσα κι εσύ ζεις εκεί, σε βλέπω.
Αρχίζω!...βαθιά ανάσα μη σκοντάψω στις λέξεις.
Βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Kάπου σε μια καλύβα στις φωτιάς τα μέρη,
Ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές,
Που ‘χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ’ τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκκάκια,
Κουβαλώντας τη παράξενη πραγμάτια.
Εκεί τον είδε λοιπόν...ένας κουφός και του έγνεψε.
Έψαχνε ελπίδα λες και η τύχη του στέρεψε.
Έβγαλε δυο ευχές απ’ το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε!
Έκανε πίσω...κρύφτηκε κι έκλαψε...
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή ,
Καθισμένη σ΄ ένα βράχο, παρέα μ΄ ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν΄ αγοράσει.
Κι αν είναι εύκολο σιγά να τις διαβάσει.
Έτσι κι έγινε...άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της!
Σαν να ζαλίστηκε κι έχασε το χρώμα της!
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει...
Σφιγγόταν τόσο...για να μην κλάψει.
Λίγο πιο πέρα...τον φώναξε ένας έμπορος.
Γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Έβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι!
Πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι!
Γιατί τον βρήκαμε λιπόθυμο αργότερα στην άκρη
Και η κόρη του έλεγε πως δεν του έμεινε δάκρυ!
Έτσι κι ο γέροντας...βάζοντας κάτω το κεφάλι,
Ένιωσε άσχημα...πρώτη φορά ντροπή μεγάλη!
Άφησε κάτω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά.
Τα ΄βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά...
Δεν μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές...
Σαν να πλήρωσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος και ασπροντυμένος ο ουρανός του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός.
Που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε...που τα κατάφερε... και γέρασε...
Κι αν γελώ είναι που ξέρω το δρόμο μου και πάω...
Κι αν ρωτώ ...είναι για κείνα που ήξερα και ξέχασα...
Κι αν θα βρω...όλα όσα νοιάζομαι και αγαπάω...
Θα μπορώ...να λέω σε όλους...
‘‘τα κατάφερα...γέρασα...κι όμορφα πέρασα...’’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου